ἡδείας

ἡδείας
ἡδείᾱς , ἡδύς
pleasant
fem gen sg (doric ionic aeolic)
ἡδείᾱς , ἡδύς
pleasant
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • вонѧ — ВОН|Ѧ (84), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Запах: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се то чѫѥть вонѫ соущеѥ въ вино. и цвьтеть сь нимь (τῆς ὀσμῆς) Изб 1076, 133 об.; отъвьрзъше ракоу испълнис˫а цр҃кы бл҃гооухани˫а ||=и вонѣ пречюдьны СкБГ XII, 20в г; не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”